- πολυριβόσωμα
- το, Νβιολ. άλλη ονομασία για το πολύσωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύσωμα — το, Ν βιολ. συνάθροιση ριβοσωμάτων στο αγγελιαφόρο RNΑ (mRNΑ) κατά την πρωτεϊνοσύνθεση, αλλ. πολυριβόσωμα … Dictionary of Greek